τροτουάρ

τροτουάρ
το, Ν
άκλ. πεζοδρόμιο, το στέκι ή η δραστηριότητα ανθρώπου τού υποκόσμου ή πόρνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. trottoir «πεζοδρόμιο»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”